τζουλαμάς
Κρητικά (el-crt)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τζουλαμάς | οι | τζουλαμάδες |
γενική | του | τζουλαμά | των | τζουλαμάδων |
αιτιατική | τον | τζουλαμά | τους | τζουλαμάδες |
κλητική | τζουλαμά | τζουλαμάδες | ||
Κλίση, όπως στην κοινή νεοελληνική. | ||||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τζουλαμάς < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική چوللامه (τουρκική çullama)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /d͡zu.laˈmas/ (προσέγγιση προφοράς κατά την κοινή νεοελληνική)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τζου‐λα‐μάς
Ουσιαστικό
επεξεργασίατζουλαμάς αρσενικό
- (γαστρονομία) είδος πίτας που παρασκευάζεται στη Μεσαρά της Κρήτης και που τρώγεται τις Απόκριες
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 338 - Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014