Μεσαρά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Μεσαρά | ||
γενική | της | Μεσαράς | ||
αιτιατική | τη | Μεσαρά | ||
κλητική | Μεσαρά | |||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Μεσαρά < μέσο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜεσαρά θηλυκό
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Μεσαρά στη Βικιπαίδεια
Πηγές
επεξεργασία- Σ.Μαρ. (= Σπυρίδων Μαρινάτος), «Μεσαρά, στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν, τόμ. 9 (Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, 1930), σ. 323.
- λ. «Μεσαρά», ''Επίτομον εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν (1935). Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, σελ. 1983.
Μεταφράσεις
επεξεργασία Μεσαρά
|