τζαμάρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τζαμάρα | οι | τζαμάρες |
γενική | της | τζαμάρας | — | |
αιτιατική | την | τζαμάρα | τις | τζαμάρες |
κλητική | τζαμάρα | τζαμάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τζαμάρα < τζάμι + μεγεθυντικό επίθημα -άρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίατζαμάρα θηλυκό
- (μουσικό όργανο) ξύλινο πνευστό μουσικό όργανο με ανοιχτό επιστόμιο (ίδιο επιστόμιο με τη φλογέρα) αλλά μεγαλύτερο από τη φλογέρα σε μήκος
- μεγάλο τζάμι / μεγάλα γυαλιά
Μεταφράσεις
επεξεργασία τζαμάρα
|