τετραφωσφορυλιούχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τετραφωσφορυλιούχος < τετρα- + φωσφορυλιούχος
Επίθετο
επεξεργασίατετραφωσφορυλιούχος, -α, -ο
- (χημεία) χημική ένωση που φέρει στο μόριό της τέσσερις φωσφορυλομάδες
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τετραφωσφορυλιούχος
|