τετραπολικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίατετραπολικός, -ή, -ό
- αυτός που αναφέρεται σε τετράπολο
- αυτός που συνδέεται σε ηλεκτρικό κύκλωμα με τέσσερις γραμμές, δύο εισόδους και δύο εξόδους
- τετραπολικός διακόπτης
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τετραπολικός
|