τετραμηνιαίος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τετραμηνιαίος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
τετραμηνιαίος, -α, -ο
- που γίνεται κάθε τέσσερις μήνες
- τετραμηνιαίος έλεγχος
Μεταφράσεις επεξεργασία
τετραμηνιαίος
|
τετραμηνιαίος, -α, -ο
|