τετραδάχτυλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίατετραδάχτυλος, -η, -ο
- αυτός που έχει διάσταση τεσσάρων δαχτύλων
- (ζωολογία): το ζώο που φέρει στα μπροστινά του πόδια τέσσερα δάχτυλα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τετραδάχτυλος
|