Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τετραδάχτυλος η τετραδάχτυλη το τετραδάχτυλο
      γενική του τετραδάχτυλου της τετραδάχτυλης του τετραδάχτυλου
    αιτιατική τον τετραδάχτυλο την τετραδάχτυλη το τετραδάχτυλο
     κλητική τετραδάχτυλε τετραδάχτυλη τετραδάχτυλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τετραδάχτυλοι οι τετραδάχτυλες τα τετραδάχτυλα
      γενική των τετραδάχτυλων των τετραδάχτυλων των τετραδάχτυλων
    αιτιατική τους τετραδάχτυλους τις τετραδάχτυλες τα τετραδάχτυλα
     κλητική τετραδάχτυλοι τετραδάχτυλες τετραδάχτυλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τετραδάχτυλος < τετρα- + δάχτυλος

  Επίθετο επεξεργασία

τετραδάχτυλος, -η, -ο

  1. αυτός που έχει διάσταση τεσσάρων δαχτύλων
  2. (ζωολογία): το ζώο που φέρει στα μπροστινά του πόδια τέσσερα δάχτυλα

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία