Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τετρααιθυλικός η τετρααιθυλική το τετρααιθυλικό
      γενική του τετρααιθυλικού της τετρααιθυλικής του τετρααιθυλικού
    αιτιατική τον τετρααιθυλικό την τετρααιθυλική το τετρααιθυλικό
     κλητική τετρααιθυλικέ τετρααιθυλική τετρααιθυλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τετρααιθυλικοί οι τετρααιθυλικές τα τετρααιθυλικά
      γενική των τετρααιθυλικών των τετρααιθυλικών των τετρααιθυλικών
    αιτιατική τους τετρααιθυλικούς τις τετρααιθυλικές τα τετρααιθυλικά
     κλητική τετρααιθυλικοί τετρααιθυλικές τετρααιθυλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τετρααιθυλικός < τετρα- + αιθυλικός

  Επίθετο επεξεργασία

τετρααιθυλικός, -η, -ο

  1. (χημεία): χημική ένωση τεσσάρων ομάδων αιθυλίου του μολύβδου, που χρησιμοποιείται στη βενζίνη ως αντικροτικό πρόσθετο.
    τετρααιθυλικός μόλυβδος

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία