↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τετράψιδος η τετράψιδη το τετράψιδο
      γενική του τετράψιδου της τετράψιδης του τετράψιδου
    αιτιατική τον τετράψιδο την τετράψιδη το τετράψιδο
     κλητική τετράψιδε τετράψιδη τετράψιδο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τετράψιδοι οι τετράψιδες τα τετράψιδα
      γενική των τετράψιδων των τετράψιδων των τετράψιδων
    αιτιατική τους τετράψιδους τις τετράψιδες τα τετράψιδα
     κλητική τετράψιδοι τετράψιδες τετράψιδα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τετράψιδος < τετρα- + αψίδα

  Επίθετο

επεξεργασία

τετράψιδος, -η, -ο, το ουδέτερο φέρεται ουσιαστικοποιημένο όταν αναφέρεται σε τετράπλευρη αψίδα θριάμβου, ή στο άνω τμήμα κωδωνοστασίου (καμπαναριού)

  1. αυτός που φέρει τέσσερις αψίδες
  2. αυτός που φέρει πολλές αψίδες

  Μεταφράσεις

επεξεργασία