↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τετράσημος η τετράσημη το τετράσημο
      γενική του τετράσημου της τετράσημης του τετράσημου
    αιτιατική τον τετράσημο την τετράσημη το τετράσημο
     κλητική τετράσημε τετράσημη τετράσημο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τετράσημοι οι τετράσημες τα τετράσημα
      γενική των τετράσημων των τετράσημων των τετράσημων
    αιτιατική τους τετράσημους τις τετράσημες τα τετράσημα
     κλητική τετράσημοι τετράσημες τετράσημα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τετράσημος < τετρα- + σήμα

  Επίθετο

επεξεργασία

τετράσημος, -η, -ο, το ουδέτερο φέρεται ουσιαστικοποιημένο ως ρυθμός

  1. αυτός που περιλαμβάνει τέσσερα σημεία
  2. αυτός που φέρεται σε τέσσερις χρόνους
  3. αυτός που αναφέρεται σε κώδικα συνεννόησης με τέσσερα σημεία ή σημαίες

  Μεταφράσεις

επεξεργασία