↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τετράρριζος η τετράρριζη το τετράρριζο
      γενική του τετράρριζου της τετράρριζης του τετράρριζου
    αιτιατική τον τετράρριζο την τετράρριζη το τετράρριζο
     κλητική τετράρριζε τετράρριζη τετράρριζο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τετράρριζοι οι τετράρριζες τα τετράρριζα
      γενική των τετράρριζων των τετράρριζων των τετράρριζων
    αιτιατική τους τετράρριζους τις τετράρριζες τα τετράρριζα
     κλητική τετράρριζοι τετράρριζες τετράρριζα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τετράρριζος < τετρα- + ρίζα

  Επίθετο

επεξεργασία

τετράρριζος, -η, -ο

  1. αυτός που φέρει τέσσερις ρίζες
    τετράρριζο δόντι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία