↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τετράπυργος η τετράπυργη το τετράπυργο
      γενική του τετράπυργου της τετράπυργης του τετράπυργου
    αιτιατική τον τετράπυργο την τετράπυργη το τετράπυργο
     κλητική τετράπυργε τετράπυργη τετράπυργο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τετράπυργοι οι τετράπυργες τα τετράπυργα
      γενική των τετράπυργων των τετράπυργων των τετράπυργων
    αιτιατική τους τετράπυργους τις τετράπυργες τα τετράπυργα
     κλητική τετράπυργοι τετράπυργες τετράπυργα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τετράπυργος < τετρα- + πύργος

  Επίθετο

επεξεργασία

τετράπυργος, -η, -ο

  1. αυτός που φέρει τέσσερις πύργους
    τετράπυργο κάστρο

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία