τετράμετρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίατετράμετρος, -η, -ο, το ουδέτερο φέρεται ουσιαστικοποιημένο όταν αναφέρεται σε μετρική
- αυτός που έχει διάσταση τεσσάρων μέτρων.
- μετρικό όργανο ή μετρική ταινία μέτρησης μέχρι τεσσάρων μέτρων
Μεταφράσεις
επεξεργασία τετράμετρος
|