↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τετράμετρος η τετράμετρη το τετράμετρο
      γενική του τετράμετρου της τετράμετρης του τετράμετρου
    αιτιατική τον τετράμετρο την τετράμετρη το τετράμετρο
     κλητική τετράμετρε τετράμετρη τετράμετρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τετράμετροι οι τετράμετρες τα τετράμετρα
      γενική των τετράμετρων των τετράμετρων των τετράμετρων
    αιτιατική τους τετράμετρους τις τετράμετρες τα τετράμετρα
     κλητική τετράμετροι τετράμετρες τετράμετρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τετράμετρος < τετρα- + μέτρο

  Επίθετο

επεξεργασία

τετράμετρος, -η, -ο, το ουδέτερο φέρεται ουσιαστικοποιημένο όταν αναφέρεται σε μετρική

  1. αυτός που έχει διάσταση τεσσάρων μέτρων.
  2. μετρικό όργανο ή μετρική ταινία μέτρησης μέχρι τεσσάρων μέτρων

  Μεταφράσεις

επεξεργασία