Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τετράκιλος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
τετράκιλ
ος
η
τετράκιλ
η
το
τετράκιλ
ο
γενική
του
τετράκιλ
ου
της
τετράκιλ
ης
του
τετράκιλ
ου
αιτιατική
τον
τετράκιλ
ο
την
τετράκιλ
η
το
τετράκιλ
ο
κλητική
τετράκιλ
ε
τετράκιλ
η
τετράκιλ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
τετράκιλ
οι
οι
τετράκιλ
ες
τα
τετράκιλ
α
γενική
των
τετράκιλ
ων
των
τετράκιλ
ων
των
τετράκιλ
ων
αιτιατική
τους
τετράκιλ
ους
τις
τετράκιλ
ες
τα
τετράκιλ
α
κλητική
τετράκιλ
οι
τετράκιλ
ες
τετράκιλ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
τετράκιλος
<
τετρα-
+
κιλό
Επίθετο
επεξεργασία
τετράκιλος, -η, -ο
αυτός που έχει βάρος τεσσάρων
κιλών
ή
χιλιόγραμμων
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τετράκιλος