τεσσαρακονθήμερος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τεσσαρακονθήμερος < αρχαία ελληνική τεσσαρακονθήμερος
Επίθετο επεξεργασία
τεσσαρακονθήμερος
- (λόγιο) που κρατά σαράντα ημέρες
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις σαράντα και ημέρα
- τριακονταήμερος
- πεντηκονθήμερος
- εξηκονταήμερος
Μεταφράσεις επεξεργασία
τεσσαρακονθήμερος
|