Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τεσσαρακονθήμερος η τεσσαρακονθήμερη το τεσσαρακονθήμερο
      γενική του τεσσαρακονθήμερου της τεσσαρακονθήμερης του τεσσαρακονθήμερου
    αιτιατική τον τεσσαρακονθήμερο την τεσσαρακονθήμερη το τεσσαρακονθήμερο
     κλητική τεσσαρακονθήμερε τεσσαρακονθήμερη τεσσαρακονθήμερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τεσσαρακονθήμεροι οι τεσσαρακονθήμερες τα τεσσαρακονθήμερα
      γενική των τεσσαρακονθήμερων των τεσσαρακονθήμερων των τεσσαρακονθήμερων
    αιτιατική τους τεσσαρακονθήμερους τις τεσσαρακονθήμερες τα τεσσαρακονθήμερα
     κλητική τεσσαρακονθήμεροι τεσσαρακονθήμερες τεσσαρακονθήμερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τεσσαρακονθήμερος < αρχαία ελληνική τεσσαρακονθήμερος

  Επίθετο επεξεργασία

τεσσαρακονθήμερος

  • (λόγιο) που κρατά σαράντα ημέρες

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία