↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τερεφθαλικός η τερεφθαλική το τερεφθαλικό
      γενική του τερεφθαλικού της τερεφθαλικής του τερεφθαλικού
    αιτιατική τον τερεφθαλικό την τερεφθαλική το τερεφθαλικό
     κλητική τερεφθαλικέ τερεφθαλική τερεφθαλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τερεφθαλικοί οι τερεφθαλικές τα τερεφθαλικά
      γενική των τερεφθαλικών των τερεφθαλικών των τερεφθαλικών
    αιτιατική τους τερεφθαλικούς τις τερεφθαλικές τα τερεφθαλικά
     κλητική τερεφθαλικοί τερεφθαλικές τερεφθαλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τερεφθαλικός < τερέβινθος (το δένδρο που παράγει ρετσίνι από το οποίο προκύπτει το τερεβινθέλαιο / νέφτι) και φθαλικό οξύ

  Επίθετο

επεξεργασία

τερεφθαλικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία