Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τερατολογικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
τερατολογικ
ός
η
τερατολογικ
ή
το
τερατολογικ
ό
γενική
του
τερατολογικ
ού
της
τερατολογικ
ής
του
τερατολογικ
ού
αιτιατική
τον
τερατολογικ
ό
την
τερατολογικ
ή
το
τερατολογικ
ό
κλητική
τερατολογικ
έ
τερατολογικ
ή
τερατολογικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
τερατολογικ
οί
οι
τερατολογικ
ές
τα
τερατολογικ
ά
γενική
των
τερατολογικ
ών
των
τερατολογικ
ών
των
τερατολογικ
ών
αιτιατική
τους
τερατολογικ
ούς
τις
τερατολογικ
ές
τα
τερατολογικ
ά
κλητική
τερατολογικ
οί
τερατολογικ
ές
τερατολογικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
τερατολογικός
<
τερατολογ(ία)
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
τερατολογικός, -ή, -ό
σχετικός με την
τερατολογία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τερατολογικός
αγγλικά
:
teratological
(en)