τενεκεδοκρουσία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατενεκεδοκρουσία θηλυκό
- (κυριολεκτικά) το χτύπημα τενεκέ ή τενεκέδων για την παραγωγή θορύβου
- (μεταφορικά) η επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία κάποιου προσώπου ή ενέργειας, κατάστασης κ.λπ.
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τενεκεδοκρουσία
|