τελεσφόρησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | τελεσφόρησῐς | αἱ | τελεσφορήσεις | ||||
γενική | τῆς | τελεσφορήσεως | τῶν | τελεσφορήσεων | ||||
δοτική | τῇ | τελεσφορήσει | ταῖς | τελεσφορήσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | τελεσφόρησῐν | τὰς | τελεσφορήσεις | ||||
κλητική ὦ! | τελεσφόρησῐ | τελεσφορήσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τελεσφορήσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | τελεσφορησέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τελεσφόρησις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική τελεσφορῶ (τελεσφορέω), τελεσφορη- + -σις (-ησις) < τελεσφόρος
Ουσιαστικό
επεξεργασίατελεσφόρησις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- τελεσφόρηση
- → δείτε και τη λέξη τελεσφορία
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις τελεσφόρος, τέλος και φέρω
Πηγές
επεξεργασία- τελεσφόρησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.