ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τελεσφόρησῐς αἱ τελεσφορήσεις
      γενική τῆς τελεσφορήσεως τῶν τελεσφορήσεων
      δοτική τῇ τελεσφορήσει ταῖς τελεσφορήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν τελεσφόρησῐν τὰς τελεσφορήσεις
     κλητική ! τελεσφόρησῐ τελεσφορήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τελεσφορήσει
γεν-δοτ τοῖν  τελεσφορησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τελεσφόρησις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική τελεσφορῶ (τελεσφορέω), τελεσφορη- + -σις (-ησις) < τελεσφόρος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τελεσφόρησις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία