Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

τελεσφορήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος τελεσφορώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τελεσφορώ
  3. θα τελεσφορήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τελεσφορώ