τελεσφορήσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
τελεσφορήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τελεσφορώ
- θα τελεσφορήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τελεσφορώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
τελεσφορήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του τελεσφόρηση