Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τελεσιδικία οι τελεσιδικίες
      γενική της τελεσιδικίας των τελεσιδικιών
    αιτιατική την τελεσιδικία τις τελεσιδικίες
     κλητική τελεσιδικία τελεσιδικίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τελεσιδικία < τελεσίδικος + -ία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τελεσιδικία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία