Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τελατίνι τα τελατίνια
      γενική του τελατινιού των τελατινιών
    αιτιατική το τελατίνι τα τελατίνια
     κλητική τελατίνι τελατίνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τελατίνι < (άμεσο δάνειο) τουρκική telatin < ρωσική телятина

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τελατίνι ουδέτερο

  • κατεργασμένο δέρμα μοσχαριού

Σημειώσεις επεξεργασία

Η λέξη χρησιμοποιείται σπάνια με την αρχική της σημασία. Κυρίως λέγεται στις παρακάτω εκφράσεις.

Εκφράσεις επεξεργασία

  • κάνω κάποιον τελατίνι: δέρνω, ξυλοκοπώ
  • έχω γίνει τελατίνι: είμαι εξαντλημένος από την κούραση

  Μεταφράσεις επεξεργασία