Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ταχυσφυγμία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ταχυσφυγμί
α
οι
ταχυσφυγμί
ες
γενική
της
ταχυσφυγμί
ας
των
ταχυσφυγμι
ών
αιτιατική
την
ταχυσφυγμί
α
τις
ταχυσφυγμί
ες
κλητική
ταχυσφυγμί
α
ταχυσφυγμί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ταχυσφυγμία
<
ταχυ-
+
σφυγμός
+
-ία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ταχυσφυγμία
θηλυκό
(
ιατρική
)
κατάσταση
κατά την οποία η
καρδιά
χτυπά
με πολλούς
σφυγμούς
ανά
λεπτό
(> 100
bpm
)
Αντώνυμα
επεξεργασία
βραδυσφυγμία
Δείτε επίσης
επεξεργασία
ταχυκαρδία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ταχυσφυγμία