ταχυγένεση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ταχυγένεση | οι | ταχυγενέσεις |
γενική | της | ταχυγένεσης* | των | ταχυγενέσεων |
αιτιατική | την | ταχυγένεση | τις | ταχυγενέσεις |
κλητική | ταχυγένεση | ταχυγενέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ταχυγενέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ταχυγένεση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική tachygenesis < αρχαία ελληνική ταχύς + γένεσις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαταχυγένεση θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ταχυγένεση