ταχυγενεσία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ταχυγενεσία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική tachygenesis + -ία < αρχαία ελληνική ταχύς + γένεσις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαταχυγενεσία θηλυκό
- (βιολογία) άλλη μορφή του ταχυγένεση
Μεταφράσεις
επεξεργασία ταχυγενεσία
|