ταυτώνυμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ταυτώνυμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ταὐτώνυμος < ταὐτ(ο) < τό αὐτό + ὄνυμα (μεταλλαγή του ο σε ω κατά την σύνθεση)
Επίθετο
επεξεργασία
ταυτώνυμος, -η, -ο αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο
- (ζωολογία, ταξινομία) χαρακτηρισμός για διώνυμο (διπλό ταξινομικό όνομα) είδους ζώου με επανάληψη της ίδιας λέξης π.χ. Alces alces, Bison bison
- επιτρέπεται μόνον στη ζωολογία, και όχι στη βοτανική