ταυτοφωνία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ταυτοφωνία < ελληνιστική κοινή ταὐτοφωνία < ταὐτόφωνος < αρχαία ελληνική ταὐτός + φωνή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαταυτοφωνία θηλυκό
- (μουσική) όρος που γενικά σημαίνει τη συνήχηση, στο ίδιο τονικό ύψος, δύο ή περισσότερων φωνών ή μουσικών οργάνων
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις ταυτόφωνος, αυτός και φωνή