ταστιέρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ταστιέρα < (άμεσο δάνειο) ιταλική tastiera
Ουσιαστικό επεξεργασία
ταστιέρα θηλυκό
- (μουσική) μπράτσο ή βραχίονας έγχορδου μουσικού οργάνου που έχει τάστα
- το βιολί δεν έχει ταστιέρα, ενώ η κιθάρα, έχει