Δείτε επίσης: τοστιέρα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ταστιέρα οι ταστιέρες
      γενική της ταστιέρας των ταστιέρων
    αιτιατική την ταστιέρα τις ταστιέρες
     κλητική ταστιέρα ταστιέρες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Παράλληλα τάστα στον βραχίονα, στην ταστιέρα μιας κιθάρας.

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταστιέρα < (άμεσο δάνειο) ιταλική tastiera

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ταστιέρα θηλυκό

  1. (μουσική) μπράτσο ή βραχίονας έγχορδου μουσικού οργάνου που έχει τάστα
    το βιολί δεν έχει ταστιέρα, ενώ η κιθάρα, έχει

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία