Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ταλμουδικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ταλμουδικ
ός
η
ταλμουδικ
ή
το
ταλμουδικ
ό
γενική
του
ταλμουδικ
ού
της
ταλμουδικ
ής
του
ταλμουδικ
ού
αιτιατική
τον
ταλμουδικ
ό
την
ταλμουδικ
ή
το
ταλμουδικ
ό
κλητική
ταλμουδικ
έ
ταλμουδικ
ή
ταλμουδικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ταλμουδικ
οί
οι
ταλμουδικ
ές
τα
ταλμουδικ
ά
γενική
των
ταλμουδικ
ών
των
ταλμουδικ
ών
των
ταλμουδικ
ών
αιτιατική
τους
ταλμουδικ
ούς
τις
ταλμουδικ
ές
τα
ταλμουδικ
ά
κλητική
ταλμουδικ
οί
ταλμουδικ
ές
ταλμουδικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ταλμουδικός
<
Ταλμούδ
Επίθετο
επεξεργασία
ταλμουδικός, -ή, -ό
σχετικός με το
Ταλμούδ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ταλμουδικός
γαλλικά
:
talmudique
(fr)
ισπανικά
:
talmúdico
(es)
πολωνικά
:
talmudyczny
(pl)