Ταλμούδ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ταλμούδ < εβραϊκή תַּלְמוּד (μελέτη, διδασκαλία)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤαλμούδ ουδέτερο άκλιτο
- (ιουδαϊσμός) ιερό βιβλίο των Ιουδαίων
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Ταλμούδ στη Βικιπαίδεια