ταλαντοσκόπιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ταλαντοσκόπιο < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική oscilloscope
Ουσιαστικό
επεξεργασίαταλαντοσκόπιο ουδέτερο
- (ηλεκτρολογία) (σπάνιο) ο παλμογράφος
Η λέξη χρησιμοποιείται σπανιότερα από την καθιερωμένη λέξη παλμογράφος).
- Ένα ταλαντοσκόπιο, από το εργαστήριο του πατέρα του, που ήταν ηλεκτρολόγος μηχανικός, ήταν εκείνο που του είχε κλέψει την καρδιά [1]
Μεταφράσεις
επεξεργασία ταλαντοσκόπιο
|
Αναφορές
επεξεργασία- @books.google Konstantinidis, E. 2005. Elsevier's Dictionary of Medicine and Biology: in English, Greek, German, Italian and Latin. Elsevier.