παλμογράφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παλμογράφος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαλμογράφος αρσενικό (πληθυντικός : παλμογράφοι)
- επιστημονικό όργανο για τη μελέτη και απεικόνιση σε οθόνη φαινομένων με μορφή κύματος
- ιατρικό όργανο για την καταγραφή των καρδιακών παλμών
Μεταφράσεις
επεξεργασία παλμογράφος
|