τακίμι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τακίμι | τα | τακίμια |
γενική | του | τακιμιού | των | τακιμιών |
αιτιατική | το | τακίμι | τα | τακίμια |
κλητική | τακίμι | τακίμια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τακίμι < (άμεσο δάνειο) τουρκική takım + -ι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /taˈci.mi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τα‐κί‐μι
Ουσιαστικό επεξεργασία
τακίμι ουδέτερο
- σύνολο αντικειμένων που χρησιμοποιούνται για τον ίδιο σκοπό· εξοπλισμός, εργαλεία, σύνεργα
- ομάδα ανθρώπων που εργάζονται μαζί