ταβανόπροκα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαταβανόπροκα θηλυκό
- (κυριολεκτικά) μεγάλη και ανθεκτική πρόκα, κατάλληλη για τρύπημα πολύ σκληρών επιφανειών (όπως τα ταβάνια, που συνήθως είναι κατασκευασμένα από μπετόν)
- (μεταφορικά, για λόγια, κουβέντες), μεγεθυντικός χαρακτηρισμός για υπονοούμενο, καρφί, μπηχτή, που προκαλεί μεγάλη εντύπωση
Μεταφράσεις
επεξεργασία ταβανόπροκα
|