τέρμινο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τέρμινο | τα | τέρμινα |
γενική | του | τέρμινου | των | τέρμινων |
αιτιατική | το | τέρμινο | τα | τέρμινα |
κλητική | τέρμινο | τέρμινα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τέρμινο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τέρμινον < παλαιά ιταλική termino (ιταλική termine)[1] < λατινική terminus
Ουσιαστικό
επεξεργασίατέρμινο ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία- → δείτε και τη λέξη προθεσμία
τέρμινο
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ τέρμινο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας