Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τέρμινο τα τέρμινα
      γενική του τέρμινου των τέρμινων
    αιτιατική το τέρμινο τα τέρμινα
     κλητική τέρμινο τέρμινα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τέρμινο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τέρμινον < παλαιά ιταλική termino (ιταλική termine)[1] < λατινική terminus

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τέρμινο ουδέτερο

  1. απροσδιόριστα μεγάλο χρονικό διάστημα
  2. διορία, προθεσμία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία