σύψυχος
{{δείτε|σύμψυχος]]
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σύψυχος | η | σύψυχη | το | σύψυχο |
γενική | του | σύψυχου | της | σύψυχης | του | σύψυχου |
αιτιατική | τον | σύψυχο | τη | σύψυχη | το | σύψυχο |
κλητική | σύψυχε | σύψυχη | σύψυχο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σύψυχοι | οι | σύψυχες | τα | σύψυχα |
γενική | των | σύψυχων | των | σύψυχων | των | σύψυχων |
αιτιατική | τους | σύψυχους | τις | σύψυχες | τα | σύψυχα |
κλητική | σύψυχοι | σύψυχες | σύψυχα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σύψυχος < σύ- + -ψυχος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίασύψυχος
Μεταφράσεις
επεξεργασία σύψυχος
|