σύμπηξη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σύμπηξη | οι | συμπήξεις |
γενική | της | σύμπηξης* | των | συμπήξεων |
αιτιατική | τη | σύμπηξη | τις | συμπήξεις |
κλητική | σύμπηξη | συμπήξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συμπήξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σύμπηξη < αρχαία ελληνική σύμπηξις < συμπήγνυμι < σύν + πήγνυμι
Ουσιαστικό
επεξεργασίασύμπηξη θηλυκό
- από κοινού δημιουργία, κοινή ενέργεια δύο ή περισσότερων μερών που οδηγεί στη δημιουργία σταθερών δεσμών μεταξύ τους
- ※ Ο Ρήγας απέκλειε εκ προοιμίου τη σύμπηξη ομοσπονδίας μικρών κρατών. Η Ελληνική Δημοκρατία έπρεπε να είναι ενιαία και αδιαίρετη, συγκροτούμενη από μικρά έθνη στα οποία θα καλλιεργείτο, επιμελώς ως αρραγής κοινωνικός ιστός, το συναίσθημα της δημοκρατικής αρετής (Κ. Παναγόπουλος, Κ. Κριμίζης, Digesta OnLine Law Review, 2014 [1])
Μεταφράσεις
επεξεργασία σύμπηξη
|