Ετυμολογία

επεξεργασία
συμπήγνυμι < συμ- + πήγνυμι

συμπήγνυμι (& συμπηγνύω)

  1. συμπηγνύω
  2. στερεώνω μαζί με κάτι άλλο
  3. κατασκευάζω
  4. καθιστώ κάτι συμπαγές