Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συμπήγνυμι < συμ- + πήγνυμι

  Ρήμα επεξεργασία

συμπήγνυμι (& συμπηγνύω)

  1. συμπηγνύω
  2. στερεώνω μαζί με κάτι άλλο
  3. κατασκευάζω
  4. καθιστώ κάτι συμπαγές

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία