συμπηγνύω
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- συμπηγνύω < αρχαία ελληνική συμπηγνύω/ συμπήγνυμι
ΡήμαΕπεξεργασία
συμπηγνύω
- (λόγιο) σταθεροποιώ, καθιστώ κάτι συμπαγές
- δημιουργώ, ιδρύω, συγκροτώ
- Τι πρέπει να κάνουν τα κόμματα που συγκροτούν το «συνταγματικό τόξο»; Να συμπήξουν ένα τρόπον τινά «αντιφασιστικό μέτωπο» κατά των ναζί. (Εφημερίδα Ριζοσπάστης, 17/5/2013)
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
συμπηγνύω
- άλλη μορφή του συμπήγνυμι