• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

coagulate

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Αγγλικά (en)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ρήμα
      • 1.2.1 Συνώνυμα

Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

coagulate < (άμεσο δάνειο) λατινική coagulo < coagulum < cogo < co- + ago

  ΡήμαΕπεξεργασία

coagulate (en)

  1. συμπυκνώνομαι, συμπυκνώνω
  2. (χημεία) σχηματίζω κατακάθι, πήζω μερικώς ή σε σημεία, υφίσταμαι πήξη

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  • congeal
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=coagulate&oldid=5159711"
Τελευταία επεξεργασία στις 23 Ιουλίου 2021, στις 09:28
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 23 Ιουλίου 2021, στις 09:28.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie