Δείτε επίσης: σύγκλῃσις, σύγκλισις

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σύγκλεισῐς αἱ συγκλείσεις
      γενική τῆς συγκλείσεως τῶν συγκλείσεων
      δοτική τῇ συγκλείσει ταῖς συγκλείσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν σύγκλεισῐν τὰς συγκλείσεις
     κλητική ! σύγκλεισῐ συγκλείσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συγκλείσει
γεν-δοτ τοῖν  συγκλεισέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σύγκλεισις < συγκλεί(ω) + -σις. Μορφολογικά αναλύεται σε σύγ- + κλεῖσις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σύγκλεισις, -εως θηλυκό

  1. κλείσιμο, αποκλεισμός
  2. (στρατιωτικός όρος) πύκνωση διάταξης στρατεύματος
  3. (ελληνιστική σημασία) στενό πέρασμα, κλεισούρα
    όπως στο σύγκλισις

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία