σύγγλινο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σύγγλινο | τα | σύγγλινα |
γενική | του | σύγγλινου | των | σύγγλινων |
αιτιατική | το | σύγγλινο | τα | σύγγλινα |
κλητική | σύγγλινο | σύγγλινα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σύγγλινο < (συν) σύγ- + γλίνα (< μεσαιωνικό ή ελληνιστικό < γλίνη (λίπος κρέατος) [1] Δείτε και σύγλινο με αποερρινοποιημένο σύ-.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsiŋ.ɡli.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σύγ‐γλι‐νο
- ομόηχο: σύγκλινο
Ουσιαστικό
επεξεργασίασύγγλινο ουδέτερο
- (γαστρονομία) χοιρινό κρέας όπως παρασκευάζεται παραδοσιακά σε διάφορες περιοχές της Ελλάδος με συγκεκριμένο τρόπο ώστε να διατηρείται για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΆλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία είδος παστού χοιρινού
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ σύγγλινο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)