Δείτε επίσης: συγκλῖνον

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σύγκλινον ουδέτερο

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

σύγκλινον (ελληνιστική κοινή)

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του σύγκλινος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του σύγκλινος

Δείτε επίσης επεξεργασία