Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σχισμοειδής η σχισμοειδής το σχισμοειδές
      γενική του σχισμοειδούς* της σχισμοειδούς του σχισμοειδούς
    αιτιατική τον σχισμοειδή τη σχισμοειδή το σχισμοειδές
     κλητική σχισμοειδή(ς) σχισμοειδής σχισμοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σχισμοειδείς οι σχισμοειδείς τα σχισμοειδή
      γενική των σχισμοειδών των σχισμοειδών των σχισμοειδών
    αιτιατική τους σχισμοειδείς τις σχισμοειδείς τα σχισμοειδή
     κλητική σχισμοειδείς σχισμοειδείς σχισμοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σχισμοειδής < σχισμή + είδος

  Επίθετο επεξεργασία

σχισμοειδής, σχισμοειδής, σχισμοειδές

Σχισμοειδής τομή ή εντομή.
  • σχισμοειδής λυχνία: διαγνωστικό όργανο της οφθαλμολογίας (μικροσκόπιο) για την παρατήρηση του οφθαλμού.

  Μεταφράσεις επεξεργασία