↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σφυροκάλεμο τα σφυροκάλεμα
      γενική του σφυροκάλεμου των σφυροκάλεμων
    αιτιατική το σφυροκάλεμο τα σφυροκάλεμα
     κλητική σφυροκάλεμο σφυροκάλεμα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σφυροκάλεμο < σφυρί + -ο- + καλέμι + -ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σφυροκάλεμο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία