σφυροκάλεμο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασφυροκάλεμο ουδέτερο
- εργαλείο που συνδυάζει τη λειτουργία ενός σφυριού και ενός καλεμιού και χρησιμοποιείται κυρίως για τη λάξευση ή το σπάσιμο σκληρών υλικών, όπως η πέτρα, καθώς το ένα άκρο του λειτουργεί ως σφυρί, ενώ το άλλο έχει την αιχμηρή λεπίδα του καλεμιού
Μεταφράσεις
επεξεργασία σφυροκάλεμο
|