↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σφυριχτός η σφυριχτή το σφυριχτό
      γενική του σφυριχτού της σφυριχτής του σφυριχτού
    αιτιατική τον σφυριχτό τη σφυριχτή το σφυριχτό
     κλητική σφυριχτέ σφυριχτή σφυριχτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σφυριχτοί οι σφυριχτές τα σφυριχτά
      γενική των σφυριχτών των σφυριχτών των σφυριχτών
    αιτιατική τους σφυριχτούς τις σφυριχτές τα σφυριχτά
     κλητική σφυριχτοί σφυριχτές σφυριχτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σφυριχτός < σφυρίζω + -τός

  Επίθετο

επεξεργασία

σφυριχτός

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία