Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σφυριχτός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σφυριχτ
ός
η
σφυριχτ
ή
το
σφυριχτ
ό
γενική
του
σφυριχτ
ού
της
σφυριχτ
ής
του
σφυριχτ
ού
αιτιατική
τον
σφυριχτ
ό
τη
σφυριχτ
ή
το
σφυριχτ
ό
κλητική
σφυριχτ
έ
σφυριχτ
ή
σφυριχτ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σφυριχτ
οί
οι
σφυριχτ
ές
τα
σφυριχτ
ά
γενική
των
σφυριχτ
ών
των
σφυριχτ
ών
των
σφυριχτ
ών
αιτιατική
τους
σφυριχτ
ούς
τις
σφυριχτ
ές
τα
σφυριχτ
ά
κλητική
σφυριχτ
οί
σφυριχτ
ές
σφυριχτ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σφυριχτός
<
σφυρίζω
+
-τός
Επίθετο
επεξεργασία
σφυριχτός
που είναι
όμοιος
με
σφύριγμα
ή
παράγεται
σφυρίζοντας
Άλλες μορφές
επεξεργασία
σφυρικτός
Συγγενικά
επεξεργασία
σφυριχτά
→
δείτε
τη λέξη
σφυρίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σφυριχτός