↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σφακιανός η σφακιανή το σφακιανό
      γενική του σφακιανού της σφακιανής του σφακιανού
    αιτιατική τον σφακιανό τη σφακιανή το σφακιανό
     κλητική σφακιανέ σφακιανή σφακιανό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σφακιανοί οι σφακιανές τα σφακιανά
      γενική των σφακιανών των σφακιανών των σφακιανών
    αιτιατική τους σφακιανούς τις σφακιανές τα σφακιανά
     κλητική σφακιανοί σφακιανές σφακιανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σφακιανός < Σφακιά + -ανός

  Επίθετο

επεξεργασία

σφακιανός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία