Δείτε επίσης: συνόψισις

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνόψιση οι συνοψίσεις
      γενική της συνόψισης* των συνοψίσεων
    αιτιατική τη συνόψιση τις συνοψίσεις
     κλητική συνόψιση συνοψίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνοψίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνόψιση < συνοψίζω + -ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συνόψιση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία