συνωμοσιολογικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνωμοσιολογικός < συνωμοσιολογία + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίασυνωμοσιολογικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τη συνωμοσιολογία ή τον συνωμοσιολόγο ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη συνωμοσία
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνωμοσιολογικός
|